- εφοπλιστικός
- -ή, -ό [εφοπλιστής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εφοπλισμό ή στον εφοπλιστή («εφοπλιστικές επιχειρήσεις», «εφοπλιστικοί κύκλοι»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εφοπλιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εφοπλιστές: Εφοπλιστικά γραφεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)